δημοσίευμα

δημοσίευμα
το публикация

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "δημοσίευμα" в других словарях:

  • δημοσίευμα — Ό,τι δημοσιεύεται σε περιοδικό ή εφημερίδα, σε αντίθεση με τη δημοσίευση σε βιβλίο. Το ρήμα δημοσιεύω, εξάλλου, σημαίνει την ενέργεια της δημόσιας ανακοίνωσης κάποιου γεγονότος, είτε μέσω του Τύπου είτε με τοιχοκόλληση κλπ. Το ρήμα σημαίνει,… …   Dictionary of Greek

  • δημοσίευμα — το καθετί που δημοσιεύεται στις εφημερίδες και τα περιοδικά: Τα δημοσιεύματα του τύπου για πρόωρες εκλογές διαψεύστηκαν από την κυβέρνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιβελλογράφημα — το δημοσίευμα με μορφή λιβέλλου, δυσφημιστικό δημοσίευμα, άρθρο ή βιβλίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιβελλογραφῶ. Η λ., στον πληθ. λιβελλογραφήματα, μαρτυρείται από το 1812 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ELAM (Cyprus) — National Popular Front Εθνικό Λαϊκό Μέτωπο Founded 2008 Ideology Ethnic nationalism/Far right …   Wikipedia

  • Цохатзопулос, Акис — Акис Цохатзопулос греч. Άκης Τσοχατζόπουλος …   Википедия

  • άρθρο — Κλιτό μέρος του λόγου· γενικά μονοσύλλαβες λέξεις που μπαίνουν πριν από τα πτωτικά. Κατά την άποψη ορισμένων αρχαίων γραμματικών και νεότερων γλωσσολόγων, η χρήση του ά. ήταν εντελώς άγνωστη στα χρόνια του Ομήρου· κατ’ άλλους όμως η αρθρική χρήση …   Dictionary of Greek

  • ανταπόκριση — η (Α ἀνταπόκρισις) η αναλογία, η αντιστοιχία νεοελλ. 1. επικοινωνία με γραπτό ή προφορικό λόγο 2. ανταπόδοση 3. δημοσίευμα που στέλνεται σε εφημερίδα (ή πληροφορία σε ραδιόφωνο, τηλεόραση) από συνεργάτη ανταποκριτή ο οποίος εργάζεται σε άλλη χώρα …   Dictionary of Greek

  • δίστηλος — η, ο (AM δίστηλος, ον) αυτός που έχει δύο στήλες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δίστηλο α) δημοσίευμα (άρθρο κ.λπ.) που καταλαμβάνει δύο στήλες β) παλαιό ασημένιο ισπανικό νόμισμα (επειδή είχε στη μιά όψη τις δύο στήλες τού Ηρακλέους), κολονάτο …   Dictionary of Greek

  • διατριβή — η (AM διατριβή) 1. διαμονή, παραμονή σ έναν τόπο 2. απώλεια, κατανάλωση χρόνου, χρονοτριβή, καθυστέρηση, αναβολή 3. ενασχόληση, απασχόληση με κάτι, επίδοση σε κάτι («είναι ανώφελη η διατριβή σ αυτά τα θέματα», «ἀργὸν ποιεῑσθαι ἐπὶ σεμνοῑσιν… …   Dictionary of Greek

  • διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • εξάστηλος — η, ο 1. αυτός που αποτελείται από έξι τυπογραφικές στήλες («εξάστηλο άρθρο») 2. το ουδ. ως ουσ. το εξάστηλο δημοσίευμα που καταλαμβάνει έξι στήλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + στήλη. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»